- πραγματάκι
- και πραματάκι, το, Ν [πράγμα, -ατος]υποκορ. τού πράγμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πράγμα — το / πρᾱγμα, ΝΜΑ, και πράμα Ν, και ιων. τ. πρῆχμα και πρῆγμα, Α 1. (σε αντιδιαστολή προς τα πλάσματα τής φαντασίας ή τις λογικές έννοιες) καθετί που υπάρχει, καθετί που έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις 2. (σε… … Dictionary of Greek
πραματάκι — το, Ν βλ. πραγματάκι … Dictionary of Greek
Ντοντέ — (Daudet). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων συγγραφέων. 1. Αλφόνς (Alphonse, Νιμ 1840 – Παρίσι 1897). Άρχισε τη λογοτεχνική του σταδιοδρομία στην ποίηση και στο θέατρο, κι έπειτα συνεργάστηκε σε διάφορες εφημερίδες. Το βιβλίο που ανέδειξε τις… … Dictionary of Greek